τομίδιο

τομίδιο
το
μικρός τόμος βιβλίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τομίδιο — το, Ν υποκορ. τού τόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος + υποκορ. κατάλ. ίδιο (πρβλ. πινακ ίδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τομίδιον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • Валтинос, Танасис — Танасис Валтинос греч. Θανάσης Βαλτινός Дата рождения: 1932 год(1932) Место рождения: с. Кастри, Севе …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”